πολτώδης

πολτώδης
[полотодис] επ. кашеобразный, мясистый,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πολτώδης" в других словарях:

  • πολτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, όμοιος με πολτό: Πολτώδης ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολτώδης — ες, ΝΑ [πολτός] αυτός που μοιάζει με πολτό …   Dictionary of Greek

  • πολτῶδες — πολτώδης porridge like masc/fem voc sg πολτώδης porridge like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολφός — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. πολτώδης ουσία που καταλαμβάνει την κεντρική κοιλότητα τού δοντιού, συνδέοντας μέσω τής πολφικής κοιλότητας τής ρίζας του το εσωτερικό τού δοντιού με την επιφάνειά του 2. το παρέγχυμα τής σπλήνας, πολτώδης και μαλακή ουσία που… …   Dictionary of Greek

  • στέμφυλο — το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Ν η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουρο αρχ. 1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών 2. στον πληθ. τὰ στέμφυλα… …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • λάσπη — η (Μ λάσπη) μίγμα χώματος και νερού, πηλός 2. η ιλύς τών δεξαμενών, τών ποταμών και τών λιμνών νεοελλ. τεχνητό μίγμα συγκείμενο από νερό και χώμα, με προσθήκη αχύρων ή τριχών, ή από νερό, ασβέστη, άμμο, τσιμέντο, γύψο κ.λπ., που χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • λασπώδης — ες 1. γεμάτος λάσπη («λασπώδες έδαφος») 2. πολτώδης σαν τη λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • λασπώνω — (Μ λασπώνω) [λάσπη] 1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου») 2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω νεοελλ. 1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση 2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)… …   Dictionary of Greek

  • πλαστιζόλ — το, Ν άκλ. τεχνολ. πολτώδης μάζα παραγόμενη με τη διασπορά λεπτής σκόνης πολυβινυλοχλωριδίου μέσα σε έναν ή περισσότερους πλαστικοποιητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plastisol < plastic (< πλαστικός) + sol (< solution «λύση»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»